κοκαλια

κοκαλια
    κοκάλια
    τά улитки (род наземных моллюсков в раковинах Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοκαλια" в других словарях:

  • κοκκάλια — και κοκάλια και κωκάλια, τα (Α) είδος μικρών οστρακοδέρμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κόχλος] …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»